Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκτακοσιοστός
ὀκτακότυλος
ὀκτάκωλος
ὀκτάλοβος
ὀκταλοχία
ὀκταμερής
ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
Ὀκτάουιος
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
View word page
ὀκταούγκιον
bes
ShortDef
bes
Debugging
Headword:
ὀκταούγκιον
Headword (normalized):
ὀκταούγκιον
Headword (normalized/stripped):
οκταουγκιον
IDX:
61226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61227
Key:
Data
{'content': 'bes'}