Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκτάκερκις
ὀκτάκις
ὀκτακισμύριοι
ὀκτακισχίλιοι
ὀκτακισχιλιοστός
ὀκτάκλινον
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτακοσιοστός
ὀκτακότυλος
ὀκτάκωλος
ὀκτάλοβος
ὀκταλοχία
ὀκταμερής
ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
Ὀκτάουιος
ὀκταπάλαιστος
View word page
ὀκτάκωλος
of eight lines

ShortDef

of eight lines

Debugging

Headword:
ὀκτάκωλος
Headword (normalized):
ὀκτάκωλος
Headword (normalized/stripped):
οκτακωλος
IDX:
61218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61219
Key:

Data

{'content': 'of eight lines'}