Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
ἀνανέω
ἀνανέωσις
View word page
ἀνάνδρωτος
widowed
ShortDef
widowed
Debugging
Headword:
ἀνάνδρωτος
Headword (normalized):
ἀνάνδρωτος
Headword (normalized/stripped):
ανανδρωτος
IDX:
6120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6121
Key:
Data
{'content': 'widowed'}