Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκταδάκτυλος
ὀκτάδιον
ὀκτάδραχμος
ὀκταεδρικόν
ὀκτάεδρος
ὀκτάειδος
ὀκταετηρίς
ὀκταέτης
ὀκταετία
ὀκταήμερος
ὀκτακαιεικοσέτης
ὀκτάκερκις
ὀκτάκις
ὀκτακισμύριοι
ὀκτακισχίλιοι
ὀκτακισχιλιοστός
ὀκτάκλινον
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτακοσιοστός
ὀκτακότυλος
View word page
ὀκτακαιεικοσέτης
twenty-eight years old

ShortDef

twenty-eight years old

Debugging

Headword:
ὀκτακαιεικοσέτης
Headword (normalized):
ὀκτακαιεικοσέτης
Headword (normalized/stripped):
οκτακαιεικοσετης
IDX:
61207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61208
Key:

Data

{'content': 'twenty-eight years old'}