Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
ἀνανέω
View word page
ἄνανδρος
husbandless
ShortDef
husbandless
Debugging
Headword:
ἄνανδρος
Headword (normalized):
ἄνανδρος
Headword (normalized/stripped):
ανανδρος
IDX:
6119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6120
Key:
Data
{'content': 'husbandless'}