Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκρίβας
ὀκριοειδής
ὀκριόεις
ὄκρις
ὀκρυόεις
ὀκτάβλωμος
ὀκταγράμματον
ὀκταγωνικός
ὀκτάγωνον
ὀκτάγωνος
ὀκταδάκτυλος
ὀκτάδιον
ὀκτάδραχμος
ὀκταεδρικόν
ὀκτάεδρος
ὀκτάειδος
ὀκταετηρίς
ὀκταέτης
ὀκταετία
ὀκταήμερος
ὀκτακαιεικοσέτης
View word page
ὀκταδάκτυλος
eight fingers long

ShortDef

eight fingers long

Debugging

Headword:
ὀκταδάκτυλος
Headword (normalized):
ὀκταδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
οκταδακτυλος
IDX:
61197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61198
Key:

Data

{'content': 'eight fingers long'}