Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄκνησις
ὀκνητέον
ὄκνος
ὀκριάζω
ὀκριάομαι
ὀκριάω
ὀκρίβας
ὀκριοειδής
ὀκριόεις
ὄκρις
ὀκρυόεις
ὀκτάβλωμος
ὀκταγράμματον
ὀκταγωνικός
ὀκτάγωνον
ὀκτάγωνος
ὀκταδάκτυλος
ὀκτάδιον
ὀκτάδραχμος
ὀκταεδρικόν
ὀκτάεδρος
View word page
ὀκρυόεις
chilling, horrible

ShortDef

chilling, horrible

Debugging

Headword:
ὀκρυόεις
Headword (normalized):
ὀκρυόεις
Headword (normalized/stripped):
οκρυοεις
IDX:
61191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61192
Key:

Data

{'content': 'chilling, horrible'}