Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
View word page
ἀνανδρόομαι
become impotent
ShortDef
become impotent
Debugging
Headword:
ἀνανδρόομαι
Headword (normalized):
ἀνανδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανανδροομαι
IDX:
6118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6119
Key:
Data
{'content': 'become impotent'}