Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκνέω
ὀκνηρεύω
ὀκνηρός
ὄκνησις
ὀκνητέον
ὄκνος
ὀκριάζω
ὀκριάομαι
ὀκριάω
ὀκρίβας
ὀκριοειδής
ὀκριόεις
ὄκρις
ὀκρυόεις
ὀκτάβλωμος
ὀκταγράμματον
ὀκταγωνικός
ὀκτάγωνον
ὀκτάγωνος
ὀκταδάκτυλος
ὀκτάδιον
View word page
ὀκριοειδής
rugged, jagged
ShortDef
rugged, jagged
Debugging
Headword:
ὀκριοειδής
Headword (normalized):
ὀκριοειδής
Headword (normalized/stripped):
οκριοειδης
IDX:
61188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61189
Key:
Data
{'content': 'rugged, jagged'}