Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
View word page
ἀνανδριεῖς
impotent persons

ShortDef

impotent persons

Debugging

Headword:
ἀνανδριεῖς
Headword (normalized):
ἀνανδριεῖς
Headword (normalized/stripped):
ανανδριεις
IDX:
6117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6118
Key:

Data

{'content': 'impotent persons'}