Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκοπία
οἰωνοσκοπικός
οἰωνοσκόπος
οἰωνοτροφεύς
Ὄκελλος
ὀκέλλω
ὄκκαβος
ὄκκον
ὀκλαδίας
ὀκλαδιστί
ὀκλαδόν
ὀκλάζω
ὀκλάξ
ὀκλάς
ὄκλασις
ὄκλασμα
ὀκνέω
ὀκνηρεύω
ὀκνηρός
ὄκνησις
View word page
ὀκλαδιστί
squatting
ShortDef
squatting
Debugging
Headword:
ὀκλαδιστί
Headword (normalized):
ὀκλαδιστί
Headword (normalized/stripped):
οκλαδιστι
IDX:
61171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61172
Key:
Data
{'content': 'squatting'}