Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰωνός
οἰωνοσκοπεῖον
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκοπία
οἰωνοσκοπικός
οἰωνοσκόπος
οἰωνοτροφεύς
Ὄκελλος
ὀκέλλω
ὄκκαβος
ὄκκον
ὀκλαδίας
ὀκλαδιστί
ὀκλαδόν
ὀκλάζω
ὀκλάξ
ὀκλάς
ὄκλασις
ὄκλασμα
ὀκνέω
ὀκνηρεύω
View word page
ὄκκον
eye
ShortDef
eye
Debugging
Headword:
ὄκκον
Headword (normalized):
ὄκκον
Headword (normalized/stripped):
οκκον
IDX:
61169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61170
Key:
Data
{'content': 'eye'}