Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
View word page
ἀνανάγκαστος
unconstrained

ShortDef

unconstrained

Debugging

Headword:
ἀνανάγκαστος
Headword (normalized):
ἀνανάγκαστος
Headword (normalized/stripped):
αναναγκαστος
IDX:
6115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6116
Key:

Data

{'content': 'unconstrained'}