Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
View word page
ἀναμωκάομαι
mock
ShortDef
mock
Debugging
Headword:
ἀναμωκάομαι
Headword (normalized):
ἀναμωκάομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμωκαομαι
IDX:
6114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6115
Key:
Data
{'content': 'mock'}