Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
View word page
ἀναμφόδαρχος
not registered under an ἀμφόδαρχος
ShortDef
not registered under an ἀμφόδαρχος
Debugging
Headword:
ἀναμφόδαρχος
Headword (normalized):
ἀναμφόδαρχος
Headword (normalized/stripped):
αναμφοδαρχος
IDX:
6113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6114
Key:
Data
{'content': 'not registered under an ἀμφόδαρχος'}