Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰστροβολέω
οἰστρογενέτωρ
οἰστροδίνητος
οἰστρομανής
οἰστρομανία
οἰστροπλάνεια
οἰστροπλήξ
οἴστρος
οἶστρος
οἰστροφόρος
οἰστρώδης
οἰσύα
οἰσύϊνος
οἴσυον
οἰσυοπλόκος
οἰσυουργός
οἰσύπη
οἰσυπηρός
οἰσυπίς
οἰσυπώδης
Οἰταῖος
View word page
οἰστρώδης
raging, frantic
ShortDef
raging, frantic
Debugging
Headword:
οἰστρώδης
Headword (normalized):
οἰστρώδης
Headword (normalized/stripped):
οιστρωδης
IDX:
61119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61120
Key:
Data
{'content': 'raging, frantic'}