Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
View word page
ἀναμφίλογος
undisputed, undoubted

ShortDef

undisputed, undoubted

Debugging

Headword:
ἀναμφίλογος
Headword (normalized):
ἀναμφίλογος
Headword (normalized/stripped):
αναμφιλογος
IDX:
6111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6112
Key:

Data

{'content': 'undisputed, undoubted'}