Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἴστρησις
οἰστροβολέω
οἰστρογενέτωρ
οἰστροδίνητος
οἰστρομανής
οἰστρομανία
οἰστροπλάνεια
οἰστροπλήξ
οἴστρος
οἶστρος
οἰστροφόρος
οἰστρώδης
οἰσύα
οἰσύϊνος
οἴσυον
οἰσυοπλόκος
οἰσυουργός
οἰσύπη
οἰσυπηρός
οἰσυπίς
οἰσυπώδης
View word page
οἰστροφόρος
maddening

ShortDef

maddening

Debugging

Headword:
οἰστροφόρος
Headword (normalized):
οἰστροφόρος
Headword (normalized/stripped):
οιστροφορος
IDX:
61118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61119
Key:

Data

{'content': 'maddening'}