Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
οἰστρηδόν
οἰστρήεις
οἰστρηλασία
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἴστρησις
οἰστροβολέω
οἰστρογενέτωρ
οἰστροδίνητος
οἰστρομανής
οἰστρομανία
οἰστροπλάνεια
View word page
οἰστρήεις
stinging to madness

ShortDef

stinging to madness

Debugging

Headword:
οἰστρήεις
Headword (normalized):
οἰστρήεις
Headword (normalized/stripped):
οιστρηεις
IDX:
61104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61105
Key:

Data

{'content': 'stinging to madness'}