Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
οἰστρηδόν
οἰστρήεις
οἰστρηλασία
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἴστρησις
οἰστροβολέω
οἰστρογενέτωρ
οἰστροδίνητος
οἰστρομανής
View word page
οἰστράω
to sting
ShortDef
to sting
Debugging
Headword:
οἰστράω
Headword (normalized):
οἰστράω
Headword (normalized/stripped):
οιστραω
IDX:
61102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61103
Key:
Data
{'content': 'to sting'}