Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀϊστευτής
ὀϊστεύω
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
οἰστρηδόν
οἰστρήεις
οἰστρηλασία
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἴστρησις
οἰστροβολέω
οἰστρογενέτωρ
View word page
οἰστός
that must be borne, endurable
ShortDef
that must be borne, endurable
Debugging
Headword:
οἰστός
Headword (normalized):
οἰστός
Headword (normalized/stripped):
οιστος
IDX:
61100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61101
Key:
Data
{'content': 'that must be borne, endurable'}