Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀΐστευμα
ὀϊστευτής
ὀϊστεύω
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
οἰστρηδόν
οἰστρήεις
οἰστρηλασία
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἴστρησις
οἰστροβολέω
View word page
ὀϊστός
arrow
ShortDef
arrow
Debugging
Headword:
ὀϊστός
Headword (normalized):
ὀϊστός
Headword (normalized/stripped):
οιστος
IDX:
61099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61100
Key:
Data
{'content': 'arrow'}