Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰστέος
ὀΐστευμα
ὀϊστευτής
ὀϊστεύω
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
οἰστρηδόν
οἰστρήεις
οἰστρηλασία
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἴστρησις
View word page
ὀϊστοκόμος
keeping arrows

ShortDef

keeping arrows

Debugging

Headword:
ὀϊστοκόμος
Headword (normalized):
ὀϊστοκόμος
Headword (normalized/stripped):
οιστοκομος
IDX:
61098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61099
Key:

Data

{'content': 'keeping arrows'}