Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰσπώτη
οἰστέος
ὀΐστευμα
ὀϊστευτής
ὀϊστεύω
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
οἰστρηδόν
οἰστρήεις
οἰστρηλασία
οἰστρήλατος
οἴστρημα
View word page
ὀϊστοθήκη
quiver
ShortDef
quiver
Debugging
Headword:
ὀϊστοθήκη
Headword (normalized):
ὀϊστοθήκη
Headword (normalized/stripped):
οιστοθηκη
IDX:
61097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61098
Key:
Data
{'content': 'quiver'}