Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰσοφάγος
οἴσπη
οἰσπώτη
οἰστέος
ὀΐστευμα
ὀϊστευτής
ὀϊστεύω
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
οἰστρηδόν
οἰστρήεις
οἰστρηλασία
View word page
ὀϊστοδέγμων
holding arrows; an arrow-holder, a quiver
ShortDef
holding arrows; an arrow-holder, a quiver
Debugging
Headword:
ὀϊστοδέγμων
Headword (normalized):
ὀϊστοδέγμων
Headword (normalized/stripped):
οιστοδεγμων
IDX:
61095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61096
Key:
Data
{'content': 'holding arrows; an arrow-holder, a quiver'}