Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἶσις
οἰσόκαρπον
οἶσος
οἰσοφάγος
οἴσπη
οἰσπώτη
οἰστέος
ὀΐστευμα
ὀϊστευτής
ὀϊστεύω
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
View word page
οἰστικός
productive

ShortDef

productive

Debugging

Headword:
οἰστικός
Headword (normalized):
οἰστικός
Headword (normalized/stripped):
οιστικος
IDX:
61092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61093
Key:

Data

{'content': 'productive'}