Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἷπερ
ὄϊς
οἶσις
οἰσόκαρπον
οἶσος
οἰσοφάγος
οἴσπη
οἰσπώτη
οἰστέος
ὀΐστευμα
ὀϊστευτής
ὀϊστεύω
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστός
οἰστός
View word page
ὀϊστευτής
archer
ShortDef
archer
Debugging
Headword:
ὀϊστευτής
Headword (normalized):
ὀϊστευτής
Headword (normalized/stripped):
οιστευτης
IDX:
61090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61091
Key:
Data
{'content': 'archer'}