Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμολεῖν
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
View word page
ἀναμύω
open
ShortDef
open
Debugging
Headword:
ἀναμύω
Headword (normalized):
ἀναμύω
Headword (normalized/stripped):
αναμυω
IDX:
6108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6109
Key:
Data
{'content': 'open'}