Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰόφρων
οἰοχίτων
οἷπερ
ὄϊς
οἶσις
οἰσόκαρπον
οἶσος
οἰσοφάγος
οἴσπη
οἰσπώτη
οἰστέος
ὀΐστευμα
ὀϊστευτής
ὀϊστεύω
οἰστικός
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοβρόχιον
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
View word page
οἰστέος
to be borne

ShortDef

to be borne

Debugging

Headword:
οἰστέος
Headword (normalized):
οἰστέος
Headword (normalized/stripped):
οιστεος
IDX:
61088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61089
Key:

Data

{'content': 'to be borne'}