Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
View word page
ἀναμυχθίζομαι
to moan loudly

ShortDef

to moan loudly

Debugging

Headword:
ἀναμυχθίζομαι
Headword (normalized):
ἀναμυχθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμυχθιζομαι
IDX:
6107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6108
Key:

Data

{'content': 'to moan loudly'}