Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰόνους
οἷόνπερ
οἱονπερεί
οἷόντε
οἰόομαι
οἰοπέδη
οἰοπέδιλος
οἰοπόλας
οἰοπολέω
οἰοπόλος
οἰόρ
οἰόρπατα
οἷος
οἶος
ὄϊος
οἱοσδήποτε
οἰόφρων
οἰοχίτων
οἷπερ
ὄϊς
οἶσις
View word page
οἰόρ
man
ShortDef
man
Debugging
Headword:
οἰόρ
Headword (normalized):
οἰόρ
Headword (normalized/stripped):
οιορ
IDX:
61072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61073
Key:
Data
{'content': 'man'}