Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰόκερως
οἴομαι
Οἶον
οἱονεί
οἰονοϊστική
οἰονόμος
οἰόνους
οἷόνπερ
οἱονπερεί
οἷόντε
οἰόομαι
οἰοπέδη
οἰοπέδιλος
οἰοπόλας
οἰοπολέω
οἰοπόλος
οἰόρ
οἰόρπατα
οἷος
οἶος
ὄϊος
View word page
οἰόομαι
to be left alone, abandoned, forsaken

ShortDef

to be left alone, abandoned, forsaken

Debugging

Headword:
οἰόομαι
Headword (normalized):
οἰόομαι
Headword (normalized/stripped):
οιοομαι
IDX:
61066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61067
Key:

Data

{'content': 'to be left alone, abandoned, forsaken'}