Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμνηστέον
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
View word page
ἀναμπλάκητος
unerring, unfailing

ShortDef

unerring, unfailing

Debugging

Headword:
ἀναμπλάκητος
Headword (normalized):
ἀναμπλάκητος
Headword (normalized/stripped):
αναμπλακητος
IDX:
6105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6106
Key:

Data

{'content': 'unerring, unfailing'}