Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Οἰνωτρία
οἰνώψ
οἷο
οἰόβατος
οἰοβουκόλος
οἰοβώτας
οἰογένεια
οἰόζωνος
Οἰόθεν
οἰόθεν
οἰόθι
οἰόκερως
οἴομαι
Οἶον
οἱονεί
οἰονοϊστική
οἰονόμος
οἰόνους
οἷόνπερ
οἱονπερεί
οἷόντε
View word page
οἰόθι
alone
ShortDef
alone
Debugging
Headword:
οἰόθι
Headword (normalized):
οἰόθι
Headword (normalized/stripped):
οιοθι
IDX:
61055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61056
Key:
Data
{'content': 'alone'}