Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰνόω
οἰνώδης
οἰνών
Οἰνώνη
οἰνώνης
οἰνωπός
οἴνωσις
Οἰνωτρία
οἰνώψ
οἷο
οἰόβατος
οἰοβουκόλος
οἰοβώτας
οἰογένεια
οἰόζωνος
Οἰόθεν
οἰόθεν
οἰόθι
οἰόκερως
οἴομαι
Οἶον
View word page
οἰόβατος
lonesome

ShortDef

lonesome

Debugging

Headword:
οἰόβατος
Headword (normalized):
οἰόβατος
Headword (normalized/stripped):
οιοβατος
IDX:
61048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61049
Key:

Data

{'content': 'lonesome'}