Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰνοχόος
οἰνόχρως
οἰνόχυτος
οἶνοψ
οἰνοψυκτήρ
οἰνόω
οἰνώδης
οἰνών
Οἰνώνη
οἰνώνης
οἰνωπός
οἴνωσις
Οἰνωτρία
οἰνώψ
οἷο
οἰόβατος
οἰοβουκόλος
οἰοβώτας
οἰογένεια
οἰόζωνος
Οἰόθεν
View word page
οἰνωπός
fresh, ruddy
ShortDef
fresh, ruddy
Debugging
Headword:
οἰνωπός
Headword (normalized):
οἰνωπός
Headword (normalized/stripped):
οινωπος
IDX:
61043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61044
Key:
Data
{'content': 'fresh, ruddy'}