Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰνοχοεύω
οἰνοχοέω
οἰνοχόη
οἰνοχόημα
οἰνοχοϊκός
οἰνοχόος
οἰνόχρως
οἰνόχυτος
οἶνοψ
οἰνοψυκτήρ
οἰνόω
οἰνώδης
οἰνών
Οἰνώνη
οἰνώνης
οἰνωπός
οἴνωσις
Οἰνωτρία
οἰνώψ
οἷο
οἰόβατος
View word page
οἰνόω
to intoxicate
ShortDef
to intoxicate
Debugging
Headword:
οἰνόω
Headword (normalized):
οἰνόω
Headword (normalized/stripped):
οινοω
IDX:
61038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61039
Key:
Data
{'content': 'to intoxicate'}