Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάμματος
ἀναμνημονεύω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστέον
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
View word page
ἀναμόρφωσις
forming anew

ShortDef

forming anew

Debugging

Headword:
ἀναμόρφωσις
Headword (normalized):
ἀναμόρφωσις
Headword (normalized/stripped):
αναμορφωσις
IDX:
6102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6103
Key:

Data

{'content': 'forming anew'}