Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰνοτρόποι
οἰνοτρόφος
οἰνουργέω
οἰνουργία
Οἰνοῦσσαι
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφερής
οἰνοφλυγέω
οἰνοφλυγία
οἰνόφλυξ
οἰνοφορέω
οἰνοφόρος
οἰνοφύλαξ
οἰνόφυτος
οἰνοχαρής
οἰνοχάρων
οἰνοχειριστής
οἰνοχίτων
οἰνοχοεία
οἰνοχοεύω
View word page
οἰνόφλυξ
given to drinking, drunken
ShortDef
given to drinking, drunken
Debugging
Headword:
οἰνόφλυξ
Headword (normalized):
οἰνόφλυξ
Headword (normalized/stripped):
οινοφλυξ
IDX:
61018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61019
Key:
Data
{'content': 'given to drinking, drunken'}