Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰνοτόκος
οἰνοτροπικοί
οἰνοτρόποι
οἰνοτρόφος
οἰνουργέω
οἰνουργία
Οἰνοῦσσαι
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφερής
οἰνοφλυγέω
οἰνοφλυγία
οἰνόφλυξ
οἰνοφορέω
οἰνοφόρος
οἰνοφύλαξ
οἰνόφυτος
οἰνοχαρής
οἰνοχάρων
οἰνοχειριστής
οἰνοχίτων
View word page
οἰνοφλυγέω
to be drunken

ShortDef

to be drunken

Debugging

Headword:
οἰνοφλυγέω
Headword (normalized):
οἰνοφλυγέω
Headword (normalized/stripped):
οινοφλυγεω
IDX:
61016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61017
Key:

Data

{'content': 'to be drunken'}