Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰνοπώλης
οἰνοπώλιον
οἰνορρόδινον
οἰνός
οἶνος
οἰνόσπονδος
οἰνοτόκος
οἰνοτροπικοί
οἰνοτρόποι
οἰνοτρόφος
οἰνουργέω
οἰνουργία
Οἰνοῦσσαι
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφερής
οἰνοφλυγέω
οἰνοφλυγία
οἰνόφλυξ
οἰνοφορέω
οἰνοφόρος
View word page
οἰνουργέω
make
ShortDef
make
Debugging
Headword:
οἰνουργέω
Headword (normalized):
οἰνουργέω
Headword (normalized/stripped):
οινουργεω
IDX:
61010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61011
Key:
Data
{'content': 'make'}