Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμίσθωσις
ἄναμμα
ἀνάμματος
ἀναμνημονεύω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστέον
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
View word page
ἀναμορμύρω
to roar loudly, boil up

ShortDef

to roar loudly, boil up

Debugging

Headword:
ἀναμορμύρω
Headword (normalized):
ἀναμορμύρω
Headword (normalized/stripped):
αναμορμυρω
IDX:
6100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6101
Key:

Data

{'content': 'to roar loudly, boil up'}