Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἴκυλα
οἰκῶναξ
οἰκωφελής
οἰκωφελία
οἰκωφελίη
Ὀϊλεύς
Ὀϊλιάδης
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
οἰμηδοκέω
οἴμοι
οἶμος
οἰμωγή
οἴμωγμα
οἰμώζω
οἰμωκτί
οἰμωκτικός
οἰμωκτός
οἰναγγεῖον
οἰναγωγός
View word page
οἰμηδοκέω
waylay

ShortDef

waylay

Debugging

Headword:
οἰμηδοκέω
Headword (normalized):
οἰμηδοκέω
Headword (normalized/stripped):
οιμηδοκεω
IDX:
60899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60900
Key:

Data

{'content': 'waylay'}