Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκτροπαθής
οἰκτρός
οἰκτρότης
οἰκτρόφωνος
οἰκτροχοέω
οἴκυλα
οἰκῶναξ
οἰκωφελής
οἰκωφελία
οἰκωφελίη
Ὀϊλεύς
Ὀϊλιάδης
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
οἰμηδοκέω
οἴμοι
οἶμος
οἰμωγή
οἴμωγμα
οἰμώζω
View word page
Ὀϊλεύς
Oileus
ShortDef
Oileus
Debugging
Headword:
Ὀϊλεύς
Headword (normalized):
ὀϊλεύς
Headword (normalized/stripped):
οιλευς
IDX:
60894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60895
Key:
Data
{'content': 'Oileus'}