Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκτρόβιος
οἰκτρόγοος
οἰκτρόγους
οἰκτροκέλευθος
οἰκτρολογία
οἰκτρομέλαθρος
οἰκτροπαθής
οἰκτρός
οἰκτρότης
οἰκτρόφωνος
οἰκτροχοέω
οἴκυλα
οἰκῶναξ
οἰκωφελής
οἰκωφελία
οἰκωφελίη
Ὀϊλεύς
Ὀϊλιάδης
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
View word page
οἰκτροχοέω
to pour forth piteously

ShortDef

to pour forth piteously

Debugging

Headword:
οἰκτροχοέω
Headword (normalized):
οἰκτροχοέω
Headword (normalized/stripped):
οικτροχοεω
IDX:
60888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60889
Key:

Data

{'content': 'to pour forth piteously'}