Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκτικός
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόβιος
οἰκτρόγοος
οἰκτρόγους
οἰκτροκέλευθος
οἰκτρολογία
οἰκτρομέλαθρος
οἰκτροπαθής
οἰκτρός
οἰκτρότης
οἰκτρόφωνος
οἰκτροχοέω
οἴκυλα
οἰκῶναξ
View word page
οἰκτρόγους
wailing piteously, piteous

ShortDef

wailing piteously, piteous

Debugging

Headword:
οἰκτρόγους
Headword (normalized):
οἰκτρόγους
Headword (normalized/stripped):
οικτρογους
IDX:
60880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60881
Key:

Data

{'content': 'wailing piteously, piteous'}