Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκτίζω
οἰκτικός
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόβιος
οἰκτρόγοος
οἰκτρόγους
οἰκτροκέλευθος
οἰκτρολογία
οἰκτρομέλαθρος
οἰκτροπαθής
οἰκτρός
οἰκτρότης
οἰκτρόφωνος
οἰκτροχοέω
οἴκυλα
View word page
οἰκτρόγοος
wailing piteously, piteous
ShortDef
wailing piteously, piteous
Debugging
Headword:
οἰκτρόγοος
Headword (normalized):
οἰκτρόγοος
Headword (normalized/stripped):
οικτρογοος
IDX:
60879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60880
Key:
Data
{'content': 'wailing piteously, piteous'}