Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμινυρίζω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀναμισθόομαι
ἀναμίσθωσις
ἄναμμα
ἀνάμματος
ἀναμνημονεύω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστέον
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
View word page
ἀναμίσγω
have intercourse with

ShortDef

have intercourse with

Debugging

Headword:
ἀναμίσγω
Headword (normalized):
ἀναμίσγω
Headword (normalized/stripped):
αναμισγω
IDX:
6087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6088
Key:

Data

{'content': 'have intercourse with'}