Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
οἰκοφόρος
οἰκοφυλακέω
οἰκοφύλαξ
οἰκτίζω
οἰκτικός
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόβιος
οἰκτρόγοος
οἰκτρόγους
οἰκτροκέλευθος
οἰκτρολογία
οἰκτρομέλαθρος
View word page
οἰκτίρω
to pity, feel pity for, have pity upon

ShortDef

to pity, feel pity for, have pity upon

Debugging

Headword:
οἰκτίρω
Headword (normalized):
οἰκτίρω
Headword (normalized/stripped):
οικτιρω
IDX:
60873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60874
Key:

Data

{'content': 'to pity, feel pity for, have pity upon'}