Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουροκαθέδριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
οἰκοφόρος
οἰκοφυλακέω
οἰκοφύλαξ
οἰκτίζω
οἰκτικός
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόβιος
οἰκτρόγοος
View word page
οἰκτίζω
to pity, have pity upon

ShortDef

to pity, have pity upon

Debugging

Headword:
οἰκτίζω
Headword (normalized):
οἰκτίζω
Headword (normalized/stripped):
οικτιζω
IDX:
60869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60870
Key:

Data

{'content': 'to pity, have pity upon'}